- πρωτοπήμων
- -ονος, ὁ, ἡ, Α(ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. πολυ-πήμων].
Dictionary of Greek. 2013.